διαυθεντεῖν

διαυθεντεῖν
διαυθεντέω
to be certainly informed
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαυθεντώ — διαυθεντῶ ( έω) (Α) 1. βεβαιώνω με ασφάλεια, είμαι καλά πληροφορημένος («τὸ δ εἰ ταῑς αληθείαις τοιοῡτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾱς διαυθεντεῑν», Σέξτ. Εμπ., Προς Μαθηματικούς) 2. (με γεν.) είμαι κύριος, δεσπόζω («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”